- αραιώνομαι
- αραιώνομαι, αραιώθηκα, αραιωμένος βλ. πίν. 4——————Σημειώσεις:αραιώνω, αραιώνομαι : χρησιμοποιείται σπάνια στην παθητική φωνή, κυρίως με την έννοια → με αραιώνει κάποιος.Το αραιώνω σημαίνει και κάνω κάτι αραιό ή λιγότερο πυκνό και → γίνομαι αραιός ή λιγότερο πυκνός.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.