αραιώνομαι

αραιώνομαι
αραιώνομαι, αραιώθηκα, αραιωμένος βλ. πίν. 4
——————
Σημειώσεις:
αραιώνω, αραιώνομαι : χρησιμοποιείται σπάνια στην παθητική φωνή, κυρίως με την έννοια με αραιώνει κάποιος.
Το αραιώνω σημαίνει και κάνω κάτι αραιό ή λιγότερο πυκνό και γίνομαι αραιός ή λιγότερο πυκνός.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αραιώνω — αραιώνω, αραίωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: αραιώνω, αραιώνομαι : χρησιμοποιείται σπάνια στην παθητική φωνή, κυρίως με την έννοια → με αραιώνει κάποιος. Το αραιώνω σημαίνει και κάνω κάτι αραιό ή λιγότερο πυκνό και → γίνομαι αραιός ή λιγότερο πυκνός …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”